Σακχαρώδης Διαβήτης

Τι είναι ο Σακχαρώδης Διαβήτης;

Ο σακχαρώδης διαβήτης είναι μια πολυπαραγοντική νόσος που χαρακτηρίζεται από διαταραχή του μεταβολισμού των υδατανθράκων, λιπών και πρωτεϊνών που οφείλεται σε πλήρη, μερική ή σχετική έλλειψη ινσουλίνης στον οργανισμό, με κύριο αποτέλεσμα την αύξηση των επιπέδων γλυκόζης στο αίμα.

Η πλήρης ή μερική έλλειψη ινσουλίνης οφείλεται στην ανεπάρκεια των β-κυττάρων του παγκρέατος που παράγουν την ινσουλίνη.

Η σχετική έλλειψη ινσουλίνης όμως οφείλεται στο ότι παρά τα επαρκή και αυξημένα επίπεδά της στο αίμα, δεν επαρκεί για να καλύψει τις μεταβολικές ανάγκες του οργανισμού. Αυτό οφείλεται στην ανεπαρκή της δράση στα όργανα στόχους-περιφερικούς ιστούς. Η κατάσταση αυτή ονομάζεται αντίσταση στην ινσουλίνη.

Ποιοί είναι οι τύποι του Σακχαρώδη Διαβήτη;

Ανάλογα με το μηχανισμό που προκαλεί τη νόσο, ο σακχαρώδης διαβήτης μπορεί ταξινομηθεί σε:

Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 1 (ΣΔτ1)

Οφείλεται σε συνήθως αυτοάνοσης αιτιολογίας καταστροφή των β-κυττάρων του παγκρέατος που παράγουν την ινσουλίνη. Συνήθως οδηγεί σε πλήρη έλλειψη ινσουλίνης στον οργανισμό.

Αφορά περίπου στο 5-10% των ανθρώπων με σακχαρώδη διαβήτη. Στην Ελλάδα απαντάται σε περίπου 9.7 ανθρώπους ανά 100.000 ανά έτος. Η συνηθέστερη ηλικία εμφάνισης είναι η παιδική και εφηβική, αλλά μπορεί να εκδηλωθεί και σε οποιαδήποτε άλλη ηλικία. Στο μεγαλύτερο ποσοστό των ανθρώπων με ΣΔτ1 ανιχνεύονται στην κυκλοφορία ένα ή περισσότερα είδη αυτοαντισωμάτων.

Σακχαρώδης Διαβήτης Τύπου 2 (ΣΔτ2)

Οφείλεται σε προοδευτική μείωση επαρκούς έκκρισης ινσουλίνης αλλά και στην ανεπαρκή της δράση στους περιφερικούς ιστούς (γνωστή και ως αντίσταση στην ινσουλίνη).

Ο ΣΔτ2 αφορά πάνω από το 90% των ανθρώπων με ΣΔ.

Ειδικοί Τύποι Σακχαρώδη Διαβήτη (MODY, LADA)

Διαβήτης MODY (Maturity Onset Diabetes of the Young)

Είναι μονογονιδιακός τύπος σακχαρώδη διαβήτη και προκαλείται από μετάλλαξη ενός γονιδίου.

Ευθύνεται για περίπου 1-4% των περιπτώσεων σακχαρώδη διαβήτη.

Διαβήτης LADA (Latent Autoimmune Diabetes of Adults)

Πρόκειται για αυτοάνοση και σπάνια επίσης μορφή σακχαρώδη διαβήτη που εμφανίζεται σε ενήλικους ασθενείς, αλλά δεν είναι αναγκαία η χρήση ινσουλίνης για διάστημα τουλάχιστον 6 μηνών από τη διάγνωση. Συνήθως συνυπάρχει με άλλες αυτοάνοσες καταστάσεις.

Διαβήτης της Κύησης (ΣΔΚ):

Πρόκειται για εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη για πρώτη φορά κατά την κύηση.

Κατά την εγκυμοσύνη, οι ορμόνες που παράγονται από τον πλακούντα δημιουργούν προοδευτική αντίσταση στην ινσουλίνη. Όταν η αντίσταση αυτή υπερβεί τη δυνατότητα της μητέρας να παράξει περισσότερη ινσουλίνη, εμφανίζεται σακχαρώδης διαβήτης κύησης.

Η κατάσταση αυτή επηρεάζει περίπου 3-8% από τις εγκυμοσύνες. Μετά τον τοκετό όμως, σε πολύ μεγάλα ποσοστά, η ομοιόσταση της μητέρας επανέρχεται στην φυσιολογική κατάσταση και ο σακχαρώδης διαβήτης εξαφανίζεται.

Πώς γίνεται η διάγνωση του Σακχαρώδη Διαβήτη;

Τα κριτήρια διάγνωσης του σακχαρώδη διαβήτη σύμφωνα με τους Παγκόσμιους Οργανισμούς, αλλά και την Ελληνική Διαβητολογική Εταιρία είναι:

  • Γλυκόζη νηστείας πλάσματος ≥ 126 mg/dl (προϋπόθεση αποτελεί η μη λήψη τροφής για τουλάχιστον 8 ώρες πριν την εξέταση και αυτή να πραγματοποιηθεί πρωί μετά την έγερση).
  • Γλυκόζη πλάσματος σε τυχαία μέτρηση ≥ 200 mg/dl με παρουσία τυπικών συμπτωμάτων υπεργλυκαιμίας ( πολυουρία, πολυδιψία, πολυφαγία, ανεξήγητη απώλεια βάρους) ή υπεργλυκαιμική κρίση.
  • Γλυκόζη πλάσματος 2 ωρών ( κατά τη διενέργεια δοκιμασίας φόρτισης με γλυκόζη 75gr) ≥ 200 mg/dl. Η δοκιμασία φόρτισης με γλυκόζη πρέπει να γίνει σύμφωνα τις οδηγίες του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας (ΠΟΥ), με χρήση διαλύματος άνυδρης γλυκόζης 75gr διαλυμένο σε νερό και έχοντας καταναλώσει τουλάχιστον 150gr υδατανθράκων τις προηγούμενες 3 ημέρες).
  • Γλυκοζυλιωμένη αιμοσφαιρίνη (HbA1c) ≥ 6.5%. Πρέπει όμως να επισημανθεί ότι στη χρήση της HbA1c στη διάγνωση του σακχαρώδη διαβήτη υπάρχουν κάποιες προϋποθέσεις, όπως η μέτρησή της να γίνει με μέθοδο τυποποιημένη σύμφωνα με τα διεθνή αποδεκτά κριτήρια (NGSP) και να μην συνυπάρχουν καταστάσεις που καθιστούν τη μέτρηση αναξιόπιστη (όπως πχ αιμοσφαιρινοπάθειες, νεφρική ανεπάρκεια, αιμολυτικές αναιμίες).
    Αξίζει να σημειωθεί πως τιμές HbA1c < 6.5% δεν αποκλείουν την ύπαρξη σακχαρώδη διαβήτη.
    Το θετικό διαγνωστικό αποτέλεσμα πρέπει να βασίζεται σε 2 τουλάχιστον παθολογικά αποτελέσματα από το ίδιο δείγμα αίματος (δηλαδή σε 2 παθολογικές τιμές στη δοκιμασία φόρτισης με γλυκόζη) ή από 2 διαφορετικές αιμοληψίες, εκτός και αν βέβαια υπάρχουν σημεία έκδηλης υπεργλυκαιμίας. Αν το αποτέλεσμα δεν επιβεβαιωθεί με τη δεύτερη εξέταση, συνιστάται να γίνεται επανεξέταση σε 3 μήνες.

Ποια είναι τα συμπτώματα που θα έπρεπε να προβληματίσουν;

  • Έντονη δίψα (πολυδιψία)
  • Συχνουρία
  • Πολυουρία
  • Ξηροστομία
  • Κούραση / εξάντληση / λήθαργος
  • Θολή όραση
  • Απώλεια βάρους ανεξήγητη
  • Πολυφαγία
  • Κακή επούλωση τραυμάτων
  • Κνησμός
  • Κράμπες στα πόδια
  • Αλλαγές διάθεσης
  • Πονοκέφαλος

Ποια είναι η συχνότητα εμφάνισης του Σακχαρώδη Διαβήτη;

Σύμφωνα με τα στοιχεία της Διεθνούς Ομοσπονδίας Διαβήτη ( International Diabetes Federation – IDF) to 2021 υπολογίζονται ότι από σακχαρώδη διαβήτη πάσχουν παγκοσμίως 537 εκατομμύρια άνθρωποι με πρόβλεψη για 643 εκατομμύρια έως το 2030 και 783 εκατομμύρια έως το 2045.

Στα 541 εκατομμύρια υπολογίζονται οι συνάνθρωποί μας που παρουσιάζουν προδιαβήτη, ενώ οι θάνατοι παγκοσμίως που οφείλονται στο διαβήτη, υπολογίζονται σε 6.7 εκατομμύρια.

Σε μια μελέτη του Εθνικού και Καποδιστριακού πανεπιστημίου των Αθηνών το 2021, η συχνότητα εμφάνισης του διαβήτη στο Ελληνικό πληθυσμό υπολογίστηκε στο 11.9%, με 10.4% του πληθυσμού να παρουσιάζει γνωστό Σακχαρώδη Διαβήτη, το 1.5% άγνωστο και το 12.4% να παρουσιάζει προδιαβήτη.

Ποιοί είναι οι παράγοντες κινδύνου για εμφάνιση Σακχαρώδη Διαβήτη;

Ο κίνδυνος για εμφάνιση σακχαρώδη διαβήτη δεν είναι ο ίδιος για όλους τους ανθρώπους. Αυξημένο κίνδυνο παρουσιάζουν άνθρωποι που:

  • Είναι υπέρβαροι ή παχύσαρκοι (δηλαδή έχουν BMI ≥ 25 kg/m2) και έχουν ένα τουλάχιστον επιπλέον παράγοντα από τους ακόλουθους:
    • οικογενειακό ιστορικό σακχαρώδη διαβήτη (ΣΔ) σε συγγενείς 1ου βαθμού (γονείς, αδέρφια, παιδιά)
    • ιστορικό υπέρτασης ή καρδιαγγειακής νόσου
    • ιστορικό δυσλιπιδαιμίας (υψηλά τριγλυκερίδια > 200 mg/dl, χαμηλή τιμή HDL > 35 mg/dl)
    • γυναίκες με Σύνδρομο Πολυκυστικών Ωοθηκών
    • καταστάσεις που σχετίζονται με αντίσταση στην ινσουλίνη (μελανίζουσα ακάνθωση)
  • Ηλικία ≥ 35 ετών
  • Ιστορικό Προδιαβήτη
  • Ιστορικό Σακχαρώδη Διαβήτη Κύησης
  • Λοίμωξη από HIV

Σε αυτούς τους ανθρώπους προτείνεται ο προσυμπτωματικός έλεγχος με τη χρήση ειδικού ερωτηματολογίου ανίχνευσης κινδύνου ανάπτυξης ΣΔ2 είτε μέτρηση γλυκόζης νηστείας. Εάν τα αποτελέσματα είναι φυσιολογικά, συνιστάται επανάληψη τουλάχιστον ανά 3 χρόνια και ίσως σε συχνότερα μεσοδιαστήματα, ανάλογα με τα αρχικά αποτελέσματα ή τους παράγοντες κινδύνου του κάθε ανθρώπου.

Τι είναι ο Προδιαβήτης – Διαταραχές του μεταβολισμού των υδατανθράκων;

Οι τιμές της γλυκόζης του αίματος είναι συνεχώς μεταβαλλόμενες. Τα όρια που έχουμε ορίσει ως παθολογικά βασίζονται σε επιδημιολογικά δεδομένα και κλινικές παρατηρήσεις.

Στο ενδιάμεσο ανάμεσα στις παθολογικές τιμές που ορίζουν τον σακχαρώδη διαβήτη και τις φυσιολογικές τιμές, υπάρχουν ενδιάμεσες καταστάσεις που δεν θεωρούνται μεν νόσος, αλλά όμως συνδυάζονται με αυξημένο κίνδυνο για ανάπτυξη αυτής.

Έτσι, με βάση τις τιμές γλυκόζης νηστείας προσδιορίζεται η ενδιάμεση κατάσταση της Διαταραχής Γλυκόζης Νηστείας (Impaired Fasting Glucose – IFG) και με βάση τις τιμές γλυκόζης αίματος σε ώρες, σε διενέργεια Δοκιμασίας Ανοχής Γλυκόζης η κατάσταση Διαταραγμένης Ανοχής στη Γλυκόζη (Impaired glucose Tolerance – IGT). Και οι δύο αυτές ενδιάμεσες καταστάσεις του μεταβολισμού, αποτελούν τον Προδιαβήτη.

Η τιμές γλυκόζης αίματος νηστείας 100-125 mg/dl ορίζονται ως Διαταραχή Γλυκόζης Νηστείας.

Και οι τιμές γλυκόζης μετά 2ώρο με δοκιμασία φόρτισης με 75 gr γλυκόζης 140-199 mg/dl ορίζονται ως Διαταραχή Ανοχής στη Γλυκόζη.

Οι άνθρωποι με διαταραχές μεταβολισμού των υδατανθράκων στο φάσμα του Προδιαβήτη δεν είναι βέβαιο ότι θα αναπτύξουν σακχαρώδη διαβήτη, αλλά υπολογίζεται πως αντιμετωπίζουν κίνδυνο ανάπτυξης της νόσου σε ποσοστό 25-30% τα επόμενα 3-5 χρόνια.

Σε άτομα δε που συνυπάρχουν και οι δύο διαταραχές, ο κίνδυνος αυτός υπολογίζεται σε περίπου 50% τα επόμενα 5 χρόνια.

Scroll to Top